Οι μελλοντικές πτήσεις των αεροπλάνων πάνω από τον Ατλαντικό θα απαιτούν από τους επιβάτες πιο γερά νεύρα, επειδή οι αναταράξεις θα αυξηθούν αισθητά εξαιτίας των κλιματικών αλλαγών και λόγω ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας. Νέα βρετανική επιστημονική έρευνα, για πρώτη φορά φέρνει στο προσκήνιο μια τέτοια προοπτική.
Ήδη τα αεροσκάφη αντιμετωπίζουν πιο δυνατούς ανέμους και στο μέλλον η κατάσταση θα χειροτερεύσει. Από το 1958 έως σήμερα, εκτιμάται ότι οι αναταράξεις πάνω από τον Ατλαντικό -και μάλιστα με καθαρό ουρανό- έχουν αυξηθεί κατά 40% έως 90%, αλλά η περαιτέρω αύξησή τους θα πρέπει να αναμένεται μέσα στις επόμενες δεκαετίες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Πολ Γουίλιαμς του Εθνικού Κέντρου Ατμοσφαιρικής Επιστήμης του πανεπιστημίου του Ρίντινγκ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο κορυφαίο περιοδικό για θέματα κλιματικής αλλαγής "Nature Climate Change", σύμφωνα με το BBC, το Γαλλικό Πρακτορείο, το "Science" και το "New Scientist", εκτιμούν ότι έως τα μέσα του τρέχοντος αιώνα τα «σκαμπανεβάσματα» των επιβατών θα έχουν γίνει πιο συχνά και πιο έντονα, ιδίως στη διάρκεια του χειμώνα. Παράλληλα, θα αυξηθεί σε σχέση με σήμερα η έκταση της ζώνης πάνω από τον Ατλαντικό, όπου θα λαμβάνουν χώρα οι αναταράξεις.
Πέρα από το ζήτημα της άνεσης των επιβατών, σύμφωνα με τους ερευνητές, τίθεται και ζήτημα αυξημένου κόστους των ταξιδιών (άρα και πιθανής ανόδου της τιμής των εισιτηρίων), καθώς οι αεροπορικές εταιρίες θα χρειάζεται όλο και συχνότερα να αλλάζουν τα δρομολόγιά τους, ώστε να παρακάμπτουν τις ζώνες των επικίνδυνων αναταράξεων, με συνέπεια τα αεροπλάνα να ταξιδεύουν περισσότερη ώρα και να καίνε περισσότερα καύσιμα.
Περίπου 600 πτήσεις διασχίζουν κάθε μέρα τον αεροδιάδρομο του Βορείου Ατλαντικού που ενώνει την Ευρώπη με τις ΗΠΑ. Οι ερευνητές, με τη βοήθεια ενός υπερ-υπολογιστή, προσομοίωσαν τις αναμενόμενες αλλαγές στα αέρια ρεύματα σε ύψος άνω των δέκα χιλιομέτρων.
Η μελέτη δείχνει ότι η μέση ένταση των υπερατλαντικών αναταράξεων μπορεί να αυξηθεί από 10% έως 40% και η ζώνη των αναταράξεων κατά 40% έως 170%, με πιο πιθανή μια επέκταση κατά 100% (δηλαδή θα υπάρξει διπλασιασμός της). Το πρόβλημα θα είναι πιο έντονο πάνω από το γεωγραφικό πλάτος των 50 μοιρών βόρεια (κατά προσέγγιση πάνω από τη γραμμή ανάμεσα στη νότια Αγγλία και τον Καναδά).
Όπως είπε ο δρ Γουίλιαμς, μια αύξηση των αναταράξεων έστω και κατά 10% θα σήμαινε «αρκετά δυνατές αναταράξεις, ώστε να ανάψει το σχετικό προειδοποιητικό φωτάκι πάνω από τους επιβάτες, οι οποίοι θα δυσκολεύονται να περπατήσουν στο διάδρομο του αεροσκάφους, ενώ τα ποτά θα αναποδογυρίζονται. Αναγκαστικά, θα μένει κανείς καθιστός φορώντας τη ζώνη του» (σ.σ. με το φυλλοκάρδι του να τρέμει…).
Μια τέτοια προοπτική αναμένεται να αυξήσει το κόστος των αεροπορικών εταιριών, πέρα από τα αυξημένα καύσιμα, λόγω συχνότερων καθυστερήσεων των πτήσεων, τραυματισμών των επιβατών (όσων δεν φοράνε ζώνες) και βλαβών των αεροπλάνων.
Η έγκαιρη ανίχνευση των επερχόμενων αναταράξεων από τους αισθητήρες του αεροσκάφους δεν είναι εύκολη υπόθεση, όταν ο ουρανός είναι καθαρός. Πρόκειται για αναταράξεις που συμβαίνουν παρόλο που ούτε σύννεφα υπάρχουν, ούτε πάνω από ψηλά βουνά πετά το αεροπλάνο.
Σε αυτή την περίπτωση, που αφορά περίπου το 1% της διάρκειας ενός ταξιδιού, μεγάλα ρεύματα αέρα πλάτους ενός έως δύο χιλιομέτρων («τζετ στριμ») με διαφορετικές ταχύτητες, τα οποία προκαλούνται από τις διαφορετικές θερμοκρασίες μεταξύ των πόλων και των τροπικών, συγκρούονται στην ατμόσφαιρα, αόρατες όχι μόνο για το γυμνό μάτι, αλλά συνήθως και για τα ραντάρ. Τότε, ο πιλότος πρέπει αναγκαστικά να βασιστεί μόνο σε αναφορές άλλων πιλότων, που έχουν ήδη κάνει τη διαδρομή και ταρακουνήθηκαν.
Σημειωτέον ότι η έρευνα εστίασε κυρίως στις αναταράξεις με καθαρό ουρανό, αφήνοντας στην άκρη τις αναταράξεις λόγω καταιγίδων, οι οποίες όμως επίσης αναμένεται να αυξηθούν, όσο ο πλανήτης γίνεται θερμότερος. Πηγή: nooz.gr
Ήδη τα αεροσκάφη αντιμετωπίζουν πιο δυνατούς ανέμους και στο μέλλον η κατάσταση θα χειροτερεύσει. Από το 1958 έως σήμερα, εκτιμάται ότι οι αναταράξεις πάνω από τον Ατλαντικό -και μάλιστα με καθαρό ουρανό- έχουν αυξηθεί κατά 40% έως 90%, αλλά η περαιτέρω αύξησή τους θα πρέπει να αναμένεται μέσα στις επόμενες δεκαετίες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Πολ Γουίλιαμς του Εθνικού Κέντρου Ατμοσφαιρικής Επιστήμης του πανεπιστημίου του Ρίντινγκ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο κορυφαίο περιοδικό για θέματα κλιματικής αλλαγής "Nature Climate Change", σύμφωνα με το BBC, το Γαλλικό Πρακτορείο, το "Science" και το "New Scientist", εκτιμούν ότι έως τα μέσα του τρέχοντος αιώνα τα «σκαμπανεβάσματα» των επιβατών θα έχουν γίνει πιο συχνά και πιο έντονα, ιδίως στη διάρκεια του χειμώνα. Παράλληλα, θα αυξηθεί σε σχέση με σήμερα η έκταση της ζώνης πάνω από τον Ατλαντικό, όπου θα λαμβάνουν χώρα οι αναταράξεις.
Πέρα από το ζήτημα της άνεσης των επιβατών, σύμφωνα με τους ερευνητές, τίθεται και ζήτημα αυξημένου κόστους των ταξιδιών (άρα και πιθανής ανόδου της τιμής των εισιτηρίων), καθώς οι αεροπορικές εταιρίες θα χρειάζεται όλο και συχνότερα να αλλάζουν τα δρομολόγιά τους, ώστε να παρακάμπτουν τις ζώνες των επικίνδυνων αναταράξεων, με συνέπεια τα αεροπλάνα να ταξιδεύουν περισσότερη ώρα και να καίνε περισσότερα καύσιμα.
Περίπου 600 πτήσεις διασχίζουν κάθε μέρα τον αεροδιάδρομο του Βορείου Ατλαντικού που ενώνει την Ευρώπη με τις ΗΠΑ. Οι ερευνητές, με τη βοήθεια ενός υπερ-υπολογιστή, προσομοίωσαν τις αναμενόμενες αλλαγές στα αέρια ρεύματα σε ύψος άνω των δέκα χιλιομέτρων.
Η μελέτη δείχνει ότι η μέση ένταση των υπερατλαντικών αναταράξεων μπορεί να αυξηθεί από 10% έως 40% και η ζώνη των αναταράξεων κατά 40% έως 170%, με πιο πιθανή μια επέκταση κατά 100% (δηλαδή θα υπάρξει διπλασιασμός της). Το πρόβλημα θα είναι πιο έντονο πάνω από το γεωγραφικό πλάτος των 50 μοιρών βόρεια (κατά προσέγγιση πάνω από τη γραμμή ανάμεσα στη νότια Αγγλία και τον Καναδά).
Όπως είπε ο δρ Γουίλιαμς, μια αύξηση των αναταράξεων έστω και κατά 10% θα σήμαινε «αρκετά δυνατές αναταράξεις, ώστε να ανάψει το σχετικό προειδοποιητικό φωτάκι πάνω από τους επιβάτες, οι οποίοι θα δυσκολεύονται να περπατήσουν στο διάδρομο του αεροσκάφους, ενώ τα ποτά θα αναποδογυρίζονται. Αναγκαστικά, θα μένει κανείς καθιστός φορώντας τη ζώνη του» (σ.σ. με το φυλλοκάρδι του να τρέμει…).
Μια τέτοια προοπτική αναμένεται να αυξήσει το κόστος των αεροπορικών εταιριών, πέρα από τα αυξημένα καύσιμα, λόγω συχνότερων καθυστερήσεων των πτήσεων, τραυματισμών των επιβατών (όσων δεν φοράνε ζώνες) και βλαβών των αεροπλάνων.
Η έγκαιρη ανίχνευση των επερχόμενων αναταράξεων από τους αισθητήρες του αεροσκάφους δεν είναι εύκολη υπόθεση, όταν ο ουρανός είναι καθαρός. Πρόκειται για αναταράξεις που συμβαίνουν παρόλο που ούτε σύννεφα υπάρχουν, ούτε πάνω από ψηλά βουνά πετά το αεροπλάνο.
Σε αυτή την περίπτωση, που αφορά περίπου το 1% της διάρκειας ενός ταξιδιού, μεγάλα ρεύματα αέρα πλάτους ενός έως δύο χιλιομέτρων («τζετ στριμ») με διαφορετικές ταχύτητες, τα οποία προκαλούνται από τις διαφορετικές θερμοκρασίες μεταξύ των πόλων και των τροπικών, συγκρούονται στην ατμόσφαιρα, αόρατες όχι μόνο για το γυμνό μάτι, αλλά συνήθως και για τα ραντάρ. Τότε, ο πιλότος πρέπει αναγκαστικά να βασιστεί μόνο σε αναφορές άλλων πιλότων, που έχουν ήδη κάνει τη διαδρομή και ταρακουνήθηκαν.
Σημειωτέον ότι η έρευνα εστίασε κυρίως στις αναταράξεις με καθαρό ουρανό, αφήνοντας στην άκρη τις αναταράξεις λόγω καταιγίδων, οι οποίες όμως επίσης αναμένεται να αυξηθούν, όσο ο πλανήτης γίνεται θερμότερος. Πηγή: nooz.gr