Το σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών συζητήθηκε σοβαρά σε πολλές προηγμένες χώρες και σε μερικές εγκρίθηκε. Στη χώρα μας άρχισε πρόσφατα ο σχετικός πολιτικός διάλογος. O ιδιότυπος σεξουαλικός προσανατολισμός, που αφορά την επιλεκτική ή προκαθορισμένη σεξουαλική έλξη προσώπων του ίδιου φύλου, αντανακλά ένα πολύ ευαίσθητο θέμα για τις ανθρώπινες κοινωνίες, ενώ για τους βιολόγους είναι μια πρόκληση η ερμηνεία του.
Τι κάνει όμως τον άνθρωπο ετεροφυλόφιλο ή όχι και ποιον ή ποιους ενδιαφέρει; Εχει οικογενειακή βάση; Ποιος ο ρόλος της γενετικής και του περιβάλλοντος; Προσπάθεια απαντήσεων σε όλα αυτά τα σοβαρά ερωτήματα, που προσεγγίζονται επιστημονικά και κοινωνικά, επιχειρείται από ερευνητές των επιστημών του εγκεφάλου, της Γενετικής, της Ενδοκρινολογίας και της Γνωσιακής Ψυχολογίας.
Ο λόγος όμως της βιολογικής προσέγγισης του φαινομένου προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς εξακολουθεί να τροφοδοτείται μια τάση διαφοροποίησης της θεώρησής του μεταξύ αυτών που το θεωρούν ως «ασθένεια» ή ως σύμπτωμα ηθικής κατάπτωσης και εκείνων που το βλέπουν απλά ως ένα εναλλακτικό φαινότυπο χωρίς ηθικές ή παθολογικές διαστάσεις. Υπό το πρίσμα όμως της κάθε θεώρησης εξαρτάται και η προσέγγιση των αιτουμένων δικαιωμάτων, καθώς εάν η βάση είναι βιολογική/γενετική λίγη σχέση έχει η εν λόγω συμπεριφορά με την ελεύθερη βούληση και την προσωπική υπευθυνότητα. Είναι όμως;
Ανθρωποι και ζώα
Προτού λοιπόν επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε το δύσκολο αυτό θέμα επιστημονικά στους ανθρώπους, θα πρέπει να προτάξουμε κάποιες πιο στερεές σχετικές γνώσεις από τον κόσμο των ζώων. Π.χ. μια μετάλλαξη σε αρσενικά άτομα της ξιδόμυγας Drosophila melanogaster, η λεγόμενη fruitless, τα κάνει να ερωτοτροπούν με αρσενικά, καθώς η μετάλλαξη αυτή προκαλεί ανισορροπία στην έκκριση μιας φερομόνης, ειδικής για τη συμπεριφορά του φύλου. Ανάλογα φαινόμενα έχουν παρατηρηθεί σε πολλά είδη ζώων, σε γλάρους και κριάρια λ.χ., ενώ οι μπαμπουίνοι συνευρίσκονται με όλους τους συνδυασμούς φύλων.
Στον άνθρωπο είναι καθοριστική η εμπλοκή του Y χρωμοσώματος στην ανάπτυξη του αρσενικού, λόγω της δράσης του SRY γονιδίου του. Το επόμενο καθοριστικό βήμα προς το αρσενικό είναι η έκκριση της τεστοστερόνης, η δράση όμως της οποίας εξαρτάται από ένα άλλο γονίδιο στο X, το Tfm, το οποίο κωδικοποιεί τον υποδοχέα της· μετάλλαξη και σε αυτό το γονίδιο έχει δραματικές επιπτώσεις· δεν πρόκειται όμως για «gay γονίδια». Οι σχετικές με το θέμα μας έρευνες βασίζονται στη μελέτη οικογενειών, διδύμων και μοριακών προσεγγίσεων.
Χρωμοσώματα που πρωταγωνιστούν
Πόσο σοφότερους μας κάνουν τέτοιες έρευνες που προσανατολίζονται προς το γενικό ερώτημα αν υπάρχει ή όχι «gay γονίδιο»; Υπάρχουν διάφορες γραμμές ασθενών ενδείξεων, όχι αποδείξεων, ότι η εν λόγω συμπεριφορά επηρεάζεται γενετικά από τη δράση πολυμορφικών γονιδίων. Μία αφορά λ.χ. μελέτες σε οικογένειες και δίδυμα, όπου εντοπίζονται γενετικοί αλλά και περιβαλλοντικοί αιτιατοί παράγοντες· μια άλλη δείχνει ότι η ανδρική ομοφυλοφιλία φαίνεται να κληρονομείται από τη μητρική σειρά πιο συχνά.
Σημαντικότερη εκλαμβάνεται η έρευνα που εμπλέκει το X χρωμόσωμα, ειδικότερα τον μακρύ βραχίονά του, την περιοχή Xq28, έπειτα από έρευνες σε 40 οικογένειες που είχαν είτε δυο αδερφούς ομοφυλόφιλους ή δυο αδερφές λεσβίες, αλλά και ετεροφυλόφιλα αδέρφια. Η υποστηριζόμενη συσχέτιση του X αφορά μόνο τους άνδρες. Ωστόσο, και η έρευνα αυτή έχει υποστεί έντονη κριτική ως προς τη μεθοδολογία της, ενώ είναι δύσκολο να επαναληφθεί. Αλλη προσπάθεια αναζήτησης «gay γονιδίων» κατέληξε στην υπόθεση ότι τρία αυτοσωματικά γονίδια (όχι του X και Y δηλαδή) μπορεί να επηρεάζουν τον εν λόγω σεξουαλικό προσανατολισμό.
Ενδιαφέρον έχουν και οι έρευνες σε επίπεδο διδύμων. Π.χ. στα μονοζυγωτικά/πανομοιότυπα (από ένα ωάριο) δίδυμα βρέθηκε ότι αν το ένα είναι ομοφυλόφιλο τότε υπάρχει 20% πιθανότητα να είναι και το άλλο· παρατήρηση όμως που ερμηνεύεται κυρίως από τη δημιουργία επιγενετικών τροποποιήσεων (χημικών αλλαγών του DNA, όχι μεταλλάξεων) από ενδομήτριες ορμόνες· ερμηνεία βασισμένη στο ότι η σεξουαλική οργάνωση του εγκεφάλου επηρεάζεται κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξή του από τέτοιες σεξουαλικές ορμόνες και τους νευροδιαβιβαστές τους. Αλλη σχετική μελέτη με διζυγωτικά (από δυο ωάρια) δίδυμα έδειξε ότι όταν το ένα είναι ομοφυλόφιλο, η πιθανότητα για το άλλο είναι πολύ λίγο μεγαλύτερη από τον μέσο πληθυσμιακό όρο. Αργότερα και οι μελέτες αυτές δέχθηκαν πολύ έντονη κριτική για τεχνητά στατιστικά λάθη.
Ο μητρικός και ο χημικός παράγων
Γι' αυτό μπήκε και ο μητρικός επηρεασμός, η επίδραση δηλαδή του κυτταροπλάσματος του γονιμοποιηθέντος ωαρίου, στο ερευνητικό στόχαστρο ερμηνείας του σεξουαλικού προσανατολισμού, και βασίστηκε κυρίως στο ότι υπάρχει μια περίεργη σχέση μεταξύ της σειράς γέννησης των αδερφών και του πληθυσμιακού βαθμού εμφάνισης της ανδρικής ομοφυλοφιλίας· με την απόκλιση στους μικρότερους αδερφούς να οφείλεται πιθανόν σε κοινωνικούς/περιβαλλοντικούς παράγοντες, αλλά μπορεί να αντανακλά και μια προοδευτική με τις γέννες ανοσοποίηση μερικών μητέρων, η οποία έχει σχέση με ορισμένα ειδικά για το αρσενικό αντιγόνα και μπορεί να επηρεάζει τη σεξουαλική διαμόρφωση του εγκεφάλου σε κάθε επόμενο έμβρυο.
Επανερχόμενοι στις επιγενετικές επιρροές, η ερευνητική προσπάθεια εστιάζεται στην επίδραση ενδογενών και εξωγενών παραγόντων, σε συνδυασμό με τη δράση και σχετικών μεταλλάξεων. Συζήτηση γίνεται επί παραδείγματι για τον ρόλο ενδοκρινικών ανωμαλιών από την επίδραση χημικών ουσιών, του DDT λ.χ. και των μεταβολιτών του, που προκαλούν οιστρογονικά, αντιανδρογονικά και ανασταλτικά αποτελέσματα στη δραστηριότητα του ενζύμου 3b-HSD (3b-Υδροξυστεροϊκή Αφυδρογονάση), το γονίδιο του οποίου εδράζεται στο 1ο χρωμόσωμα. Αλλα πιθανά γονίδια για τη διαμόρφωση του σεξουαλικού προσανατολισμού θεωρείται ότι βρίσκονται στο 6ο χρωμόσωμα.
«Gay γονίδια» και κοινωνικές προεκτάσεις
Οι σχετικές όμως έρευνες μόνο αμφισβητούμενα και φτωχά προκαταρκτικά αποτελέσματα έχουν δώσει· και συμπεράσματα που αμφισβητούνται έντονα. Π.χ. δεν έχει βρεθεί τελικά κάποιο συγκεκριμένο «gay γονίδιο» και η πιθανή γενετική προδιάθεση σε ορισμένες περιπτώσεις δεν έχει θεμελιωθεί πλήρως, αν και φαίνεται ότι υπάρχει. Δεν υπάρχει ωστόσο γενική επιστημονική συμφωνία, αν και αυξάνεται ο αριθμός των ερευνητικών προσπαθειών τις τελευταίες δεκαετίες. Αν βρεθεί, ωστόσο, ένα διακριτό «gay γονίδιο», τότε ανοίγει άλλο θέμα· της πρόληψης και της «θεραπείας».
Γι' αυτό η έρευνα είναι χρήσιμη, με την κοινωνική και πολιτική συζήτηση να έχει νόημα. Π.χ. σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι αν θεωρηθεί πως το φαινόμενο είναι ελεγχόμενο, είναι δηλαδή θέμα προσωπικής επιλογής ή περιβάλλοντος, τότε αναδύονται για ορισμένους αρνητικά συναισθήματα απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους και μειώνεται η υποστήριξη πολιτικών δικαιωμάτων (γάμων) τους. Αν θεωρηθεί πάλι ότι έχει βιολογική/γενετική βάση, δεν είναι ελεγχόμενο δηλαδή, επικρατούν θετικά συναισθήματα. Αλλά όταν πρόκειται για αναπαραγωγή ή υιοθεσία παιδιών, η βιοηθική ένσταση προκύπτει και πάλι μεγάλη, καθώς κινδυνεύει να στρεβλωθεί το ζήτημα της ανατροφής τους από ομόφυλες οικογένειες, αφού τέτοια παιδιά μεγαλώνουν με δυο μπαμπάδες ή δυο μαμάδες.
Ο πολιτικός διάλογος επηρεάζεται όμως και από την ιδεολογία· με τους φιλελεύθερους και προοδευτικούς λ.χ. να εκφράζουν περισσότερη συμπάθεια από τους συντηρητικούς, όπως έχουν δείξει σχετικές έρευνες του εξωτερικού· και τούτο διότι οι πρώτοι βασίζονται στη βιολογική αιτιολογία και οι δεύτεροι στην επιλεκτική/περιβαλλοντική που θεωρούν ότι εγείρει θέμα ηθικής. Η πολιτική όμως δεν είναι κάτι το σταθερό και γι' αυτό αλλάζει επηρεαζόμενη από τα δεδομένα. Γι' αυτό πρέπει να υπάρχει η σωστή ενημέρωση, ακόμη και σε τέτοια ζητήματα που για ορισμένους κύκλους είναι ταμπού. Γι' αυτό η κοινωνικοπολιτική «ενοχοποίηση» ή «αθώωση» της συμπεριφοράς που αναλύουμε δεν πρέπει να πέσει στην ίδια παγίδα που είχε πέσει η Ευγονική με τις ψευτογενετικές μελέτες που τη στήριξαν τότε.
(Ο κ. Σ. Ν. Αλαχιώτης είναι ομότιμος καθηγητής Γενετικής Παν/μίου Πατρών)
Πηγή: tovima.gr
Τι κάνει όμως τον άνθρωπο ετεροφυλόφιλο ή όχι και ποιον ή ποιους ενδιαφέρει; Εχει οικογενειακή βάση; Ποιος ο ρόλος της γενετικής και του περιβάλλοντος; Προσπάθεια απαντήσεων σε όλα αυτά τα σοβαρά ερωτήματα, που προσεγγίζονται επιστημονικά και κοινωνικά, επιχειρείται από ερευνητές των επιστημών του εγκεφάλου, της Γενετικής, της Ενδοκρινολογίας και της Γνωσιακής Ψυχολογίας.
Ο λόγος όμως της βιολογικής προσέγγισης του φαινομένου προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς εξακολουθεί να τροφοδοτείται μια τάση διαφοροποίησης της θεώρησής του μεταξύ αυτών που το θεωρούν ως «ασθένεια» ή ως σύμπτωμα ηθικής κατάπτωσης και εκείνων που το βλέπουν απλά ως ένα εναλλακτικό φαινότυπο χωρίς ηθικές ή παθολογικές διαστάσεις. Υπό το πρίσμα όμως της κάθε θεώρησης εξαρτάται και η προσέγγιση των αιτουμένων δικαιωμάτων, καθώς εάν η βάση είναι βιολογική/γενετική λίγη σχέση έχει η εν λόγω συμπεριφορά με την ελεύθερη βούληση και την προσωπική υπευθυνότητα. Είναι όμως;
Ανθρωποι και ζώα
Προτού λοιπόν επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε το δύσκολο αυτό θέμα επιστημονικά στους ανθρώπους, θα πρέπει να προτάξουμε κάποιες πιο στερεές σχετικές γνώσεις από τον κόσμο των ζώων. Π.χ. μια μετάλλαξη σε αρσενικά άτομα της ξιδόμυγας Drosophila melanogaster, η λεγόμενη fruitless, τα κάνει να ερωτοτροπούν με αρσενικά, καθώς η μετάλλαξη αυτή προκαλεί ανισορροπία στην έκκριση μιας φερομόνης, ειδικής για τη συμπεριφορά του φύλου. Ανάλογα φαινόμενα έχουν παρατηρηθεί σε πολλά είδη ζώων, σε γλάρους και κριάρια λ.χ., ενώ οι μπαμπουίνοι συνευρίσκονται με όλους τους συνδυασμούς φύλων.
Στον άνθρωπο είναι καθοριστική η εμπλοκή του Y χρωμοσώματος στην ανάπτυξη του αρσενικού, λόγω της δράσης του SRY γονιδίου του. Το επόμενο καθοριστικό βήμα προς το αρσενικό είναι η έκκριση της τεστοστερόνης, η δράση όμως της οποίας εξαρτάται από ένα άλλο γονίδιο στο X, το Tfm, το οποίο κωδικοποιεί τον υποδοχέα της· μετάλλαξη και σε αυτό το γονίδιο έχει δραματικές επιπτώσεις· δεν πρόκειται όμως για «gay γονίδια». Οι σχετικές με το θέμα μας έρευνες βασίζονται στη μελέτη οικογενειών, διδύμων και μοριακών προσεγγίσεων.
Χρωμοσώματα που πρωταγωνιστούν
Πόσο σοφότερους μας κάνουν τέτοιες έρευνες που προσανατολίζονται προς το γενικό ερώτημα αν υπάρχει ή όχι «gay γονίδιο»; Υπάρχουν διάφορες γραμμές ασθενών ενδείξεων, όχι αποδείξεων, ότι η εν λόγω συμπεριφορά επηρεάζεται γενετικά από τη δράση πολυμορφικών γονιδίων. Μία αφορά λ.χ. μελέτες σε οικογένειες και δίδυμα, όπου εντοπίζονται γενετικοί αλλά και περιβαλλοντικοί αιτιατοί παράγοντες· μια άλλη δείχνει ότι η ανδρική ομοφυλοφιλία φαίνεται να κληρονομείται από τη μητρική σειρά πιο συχνά.
Σημαντικότερη εκλαμβάνεται η έρευνα που εμπλέκει το X χρωμόσωμα, ειδικότερα τον μακρύ βραχίονά του, την περιοχή Xq28, έπειτα από έρευνες σε 40 οικογένειες που είχαν είτε δυο αδερφούς ομοφυλόφιλους ή δυο αδερφές λεσβίες, αλλά και ετεροφυλόφιλα αδέρφια. Η υποστηριζόμενη συσχέτιση του X αφορά μόνο τους άνδρες. Ωστόσο, και η έρευνα αυτή έχει υποστεί έντονη κριτική ως προς τη μεθοδολογία της, ενώ είναι δύσκολο να επαναληφθεί. Αλλη προσπάθεια αναζήτησης «gay γονιδίων» κατέληξε στην υπόθεση ότι τρία αυτοσωματικά γονίδια (όχι του X και Y δηλαδή) μπορεί να επηρεάζουν τον εν λόγω σεξουαλικό προσανατολισμό.
Ενδιαφέρον έχουν και οι έρευνες σε επίπεδο διδύμων. Π.χ. στα μονοζυγωτικά/πανομοιότυπα (από ένα ωάριο) δίδυμα βρέθηκε ότι αν το ένα είναι ομοφυλόφιλο τότε υπάρχει 20% πιθανότητα να είναι και το άλλο· παρατήρηση όμως που ερμηνεύεται κυρίως από τη δημιουργία επιγενετικών τροποποιήσεων (χημικών αλλαγών του DNA, όχι μεταλλάξεων) από ενδομήτριες ορμόνες· ερμηνεία βασισμένη στο ότι η σεξουαλική οργάνωση του εγκεφάλου επηρεάζεται κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξή του από τέτοιες σεξουαλικές ορμόνες και τους νευροδιαβιβαστές τους. Αλλη σχετική μελέτη με διζυγωτικά (από δυο ωάρια) δίδυμα έδειξε ότι όταν το ένα είναι ομοφυλόφιλο, η πιθανότητα για το άλλο είναι πολύ λίγο μεγαλύτερη από τον μέσο πληθυσμιακό όρο. Αργότερα και οι μελέτες αυτές δέχθηκαν πολύ έντονη κριτική για τεχνητά στατιστικά λάθη.
Ο μητρικός και ο χημικός παράγων
Γι' αυτό μπήκε και ο μητρικός επηρεασμός, η επίδραση δηλαδή του κυτταροπλάσματος του γονιμοποιηθέντος ωαρίου, στο ερευνητικό στόχαστρο ερμηνείας του σεξουαλικού προσανατολισμού, και βασίστηκε κυρίως στο ότι υπάρχει μια περίεργη σχέση μεταξύ της σειράς γέννησης των αδερφών και του πληθυσμιακού βαθμού εμφάνισης της ανδρικής ομοφυλοφιλίας· με την απόκλιση στους μικρότερους αδερφούς να οφείλεται πιθανόν σε κοινωνικούς/περιβαλλοντικούς παράγοντες, αλλά μπορεί να αντανακλά και μια προοδευτική με τις γέννες ανοσοποίηση μερικών μητέρων, η οποία έχει σχέση με ορισμένα ειδικά για το αρσενικό αντιγόνα και μπορεί να επηρεάζει τη σεξουαλική διαμόρφωση του εγκεφάλου σε κάθε επόμενο έμβρυο.
Επανερχόμενοι στις επιγενετικές επιρροές, η ερευνητική προσπάθεια εστιάζεται στην επίδραση ενδογενών και εξωγενών παραγόντων, σε συνδυασμό με τη δράση και σχετικών μεταλλάξεων. Συζήτηση γίνεται επί παραδείγματι για τον ρόλο ενδοκρινικών ανωμαλιών από την επίδραση χημικών ουσιών, του DDT λ.χ. και των μεταβολιτών του, που προκαλούν οιστρογονικά, αντιανδρογονικά και ανασταλτικά αποτελέσματα στη δραστηριότητα του ενζύμου 3b-HSD (3b-Υδροξυστεροϊκή Αφυδρογονάση), το γονίδιο του οποίου εδράζεται στο 1ο χρωμόσωμα. Αλλα πιθανά γονίδια για τη διαμόρφωση του σεξουαλικού προσανατολισμού θεωρείται ότι βρίσκονται στο 6ο χρωμόσωμα.
«Gay γονίδια» και κοινωνικές προεκτάσεις
Οι σχετικές όμως έρευνες μόνο αμφισβητούμενα και φτωχά προκαταρκτικά αποτελέσματα έχουν δώσει· και συμπεράσματα που αμφισβητούνται έντονα. Π.χ. δεν έχει βρεθεί τελικά κάποιο συγκεκριμένο «gay γονίδιο» και η πιθανή γενετική προδιάθεση σε ορισμένες περιπτώσεις δεν έχει θεμελιωθεί πλήρως, αν και φαίνεται ότι υπάρχει. Δεν υπάρχει ωστόσο γενική επιστημονική συμφωνία, αν και αυξάνεται ο αριθμός των ερευνητικών προσπαθειών τις τελευταίες δεκαετίες. Αν βρεθεί, ωστόσο, ένα διακριτό «gay γονίδιο», τότε ανοίγει άλλο θέμα· της πρόληψης και της «θεραπείας».
Γι' αυτό η έρευνα είναι χρήσιμη, με την κοινωνική και πολιτική συζήτηση να έχει νόημα. Π.χ. σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι αν θεωρηθεί πως το φαινόμενο είναι ελεγχόμενο, είναι δηλαδή θέμα προσωπικής επιλογής ή περιβάλλοντος, τότε αναδύονται για ορισμένους αρνητικά συναισθήματα απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους και μειώνεται η υποστήριξη πολιτικών δικαιωμάτων (γάμων) τους. Αν θεωρηθεί πάλι ότι έχει βιολογική/γενετική βάση, δεν είναι ελεγχόμενο δηλαδή, επικρατούν θετικά συναισθήματα. Αλλά όταν πρόκειται για αναπαραγωγή ή υιοθεσία παιδιών, η βιοηθική ένσταση προκύπτει και πάλι μεγάλη, καθώς κινδυνεύει να στρεβλωθεί το ζήτημα της ανατροφής τους από ομόφυλες οικογένειες, αφού τέτοια παιδιά μεγαλώνουν με δυο μπαμπάδες ή δυο μαμάδες.
Ο πολιτικός διάλογος επηρεάζεται όμως και από την ιδεολογία· με τους φιλελεύθερους και προοδευτικούς λ.χ. να εκφράζουν περισσότερη συμπάθεια από τους συντηρητικούς, όπως έχουν δείξει σχετικές έρευνες του εξωτερικού· και τούτο διότι οι πρώτοι βασίζονται στη βιολογική αιτιολογία και οι δεύτεροι στην επιλεκτική/περιβαλλοντική που θεωρούν ότι εγείρει θέμα ηθικής. Η πολιτική όμως δεν είναι κάτι το σταθερό και γι' αυτό αλλάζει επηρεαζόμενη από τα δεδομένα. Γι' αυτό πρέπει να υπάρχει η σωστή ενημέρωση, ακόμη και σε τέτοια ζητήματα που για ορισμένους κύκλους είναι ταμπού. Γι' αυτό η κοινωνικοπολιτική «ενοχοποίηση» ή «αθώωση» της συμπεριφοράς που αναλύουμε δεν πρέπει να πέσει στην ίδια παγίδα που είχε πέσει η Ευγονική με τις ψευτογενετικές μελέτες που τη στήριξαν τότε.
(Ο κ. Σ. Ν. Αλαχιώτης είναι ομότιμος καθηγητής Γενετικής Παν/μίου Πατρών)
Πηγή: tovima.gr