Καθώς οι αποκαλύψεις του Guardian και άλλων μέσων ενημέρωσης σχετικά με τις παρακολουθήσεις των τηλεφωνικών και διαδικτυακών επικοινωνιών πολιτών εκατομμυρίων πολιτών εντός και εκτός των ΗΠΑ συγκλονίζουν τον κόσμο, το εν λόγω σκάνδαλο καλά κρατεί, με νέα δεδομένα να εισέρχονται στην «εξίσωση» σχεδόν κάθε μέρα.
Ειδικά μετά τη γνωστοποίηση της ταυτότητας του Έντουαρντ Σνόουντεν, πρώην τεχνικού της CIA, ως της «διαρροής» που οδήγησε στις αποκαλύψεις, το ενδιαφέρον για την όλη υπόθεση παραμένει αμείωτο, καθώς το «θρίλερ» αποκτά νέα διάσταση.
Σύμφωνα με τον Guardian, o Σνόουντεν (o οποίος εργάζεται εδώ και τρεις μήνες για την αμερικανική εταιρεία που δραστηριοποιείται στο χώρο της άμυνας, Booz Allen Hamilton) ζήτησε ο ίδιος να δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία του, και έχει καταφύγει σε ξενοδοχείο στο Χονγκ Κονγκ από τις 20 Μαΐου. Ο ίδιος χαρακτήρισε το επίπεδο της παρακολούθησης ως «τρομακτικό», λέγοντας πως ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα ασφαλής, ό,τι προστασία και αν χρησιμοποιήσει.
Όπως επισημαίνει, ο λόγος που προέβη στις αποκαλύψεις είναι το ότι δεν επιθυμεί να ζει σε μία κοινωνία και έναν κόσμο όπου όλα όσα κάνει και λέει καταγράφονται, ενώ φοβάται για «αντίποινα» από πλευράς της κυβέρνησης εναντίον του ίδιου και των γνωστών του. Όσον αφορά το λόγο που επέλεξε το Χονγκ Κονγκ, ο ίδιος λέει πως το έκανε λόγω της «παράδοσής του στην ελεύθερη έκφραση». Αν και υπάρχει συμφωνία μεταξύ του Χονγκ Κονγκ και των ΗΠΑ για θέματα έκδοσης κατηγορουμένων, το Πεκίνο διατηρεί τη δυνατότητα να μπλοκάρει μία έκδοση εάν τίθεται θέμα εθνικής άμυνας ή εξωτερικής πολιτικής. Ο Σνόουντεν έχει εκφράσει ενδιαφέρον να καταφύγει στην Ισλανδία.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, υπερασπίστηκε το πρόγραμμα παρακολούθησης Prism ως κάτι απαραίτητο για την προστασία της χώρας από τρομοκρατικές ενέργειες. «Κανείς δεν παρακολουθεί τα τηλεφωνήματά σας. Δεν είναι αυτός ο σκοπός του προγράμματος», είπε σχετικά, δίνοντας έμφαση στο ότι έχει υπάρξει έγκριση από το Κογκρέσο. Από πλευράς τους, οι εταιρείες του χώρου της τεχνολογίας επιδίδονται σε ένα «αγώνα» ανάκτησης της αξιοπιστίας τους, καθώς γίνονται γνωστές λεπτομέρειες σχετικά με την έκταση της συνεργασίας τους με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.
Παρά τις αρχικές διαψεύσεις (Apple, Facebook, Google), η δημοσιοποίηση νέων εγγράφων δείχνει πως, ακόμη και αν δεν υπήρξε «άμεση πρόσβαση», υπήρξε σίγουρα συνεργασία. Από νομικής πλευράς, οι εταιρείες τεχνολογίας είναι υποχρεωμένες να μοιράζονται πληροφορίες στο πλαίσιο της FISA (Foreign Intelligence Surveillance Act). Αξιοσημείωτες εξαιρέσεις από τη λίστα είναι αυτές του Twitter και του Amazon.
Στο όλο σκάνδαλο φαίνεται να εμπλέκεται και η βρετανική GCHQ, καθώς είναι έντονη πλέον η φημολογία περί συνεργασίας της βρετανικής υπηρεσίας με την NSA στο πλαίσιο του προγράμματος. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Ουίλιαμ Χέιγκ, έχει διαψεύσει τους ισχυρισμούς περί απόπειρας «παράκαμψης» της βρετανικής νομοθεσίας, ωστόσο σε έγγραφα επισημαίνεται πως η GCHQ είχε πρόσβαση στο Prism τουλάχιστον από το Μάιο του 2010.
Ο Χέιγκ δεν διευκρίνισε αν ο ίδιος είχε εγκρίνει την πρόσβαση της GCHQ στο Prism, επιμένοντας ότι είναι «ανοησία» να πιστεύουν ότι υπάρχουν Βρετανοί αναλυτές που «κάθονται και αναζητούν τρόπους παράκαμψης του νόμου μαζί με μία άλλη υπηρεσία σε μία άλλη χώρα». Ωστόσο, δεν έχει υπάρξει απάντηση όσον αφορά το γιατί η GCHQ να χρειάζεται πρόσβαση σε πληροφορίες από το Prism αντί να κινείται βάσει του προβλεπομένου πρωτοκόλλου όσον αφορά την απόκτηση πληροφοριών από εταιρείες του Διαδικτύου που εδρεύουν σε άλλες χώρες.
Όσον αφορά την τεχνολογία που χρησιμοποιείται από το πρόγραμμα, σε δημοσίευμα του Popular Science, που επικαλείται email αναγνώστη στο Talking Points Memo, εφιστάται η προσοχή σε μία εταιρεία της Σίλικον Βάλεϊ ονόματι Palantir Technologies. Η θεωρία περί εμπλοκής της στην υπόθεση κυκλοφόρησε ευρύτατα στο διαδίκτυο, προσελκύοντας την προσοχή και πολλών άλλων ειδησεογραφικών μέσων, όπως το Forbes, το Business Insider και το Tech Crunch.
Το όνομα προέρχεται από τις μαγικές σφαίρες του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», που επέτρεπαν επικοινωνία και παρακολούθηση από απόσταση. Η εταιρεία αυτοπροσδιορίζεται ως κατασκευαστής λογισμικού που επιτρέπει σε οργανισμούς να ʽβγάλουν άκρηʼ με τεράστιους όγκους ανόμοιων δεδομένων. «Λύνουμε τα τεχνικά προβλήματα, ώστε να μπορέσουν να λύσουν τα ανθρώπινα» αναφέρεται σχετικά- προβλήματα όπως η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, της εγκληματικότητας και των απατών.
ΗΠΑ: Παρακολούθηση διαδικτυακών εταιρειών
Η εταιρεία παρέχει «data fusion platforms, εναντίον των δυσκολότερων προβλημάτων που μπορούμε να βρούμε». Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, ιδρύθηκε το 2004 από τους Πίτερ Θίελ, Άλεξ Καρπ και άλλους, με χρηματοδότηση από τη CIA, και συνεργάζεται με τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις και το Πεντάγωνο. Αν και τίποτα δεν έχει επιβεβαιωθεί σχετικά, το outsourcing τέτοιου είδους θα αποτελούσε μία «εξήγηση» όσον αφορά το πώς το κόστος ενός εξαιρετικά σύνθετου προγράμματος όπως το Prism για την αμερικανική κυβέρνηση φαίνεται να ανέρχεται μόνο σε 20.000.000 δολάρια.
Επίσης, η εταιρεία διαθέτει ένα «πακέτο» λογισμικού ονόματι Prism, το οποίο επιτρέπει τη γρήγορη ενσωμάτωση βάσεων δεδομένων στο κεντρικό πρόγραμμα ανάλυσης- μία ιδιότητα που είναι εξαιρετικά χρήσιμη εάν κάποιος αναζητά «μοτίβα» σε μεγάλους όγκους δεδομένων.
Από πλευράς της, η εταιρεία, σε δήλωσή της στους Financial Times, διαψεύδει αυτούς τους ισχυρισμούς, λέγοντας πως η πλατφόρμα Prism που χρησιμοποιεί δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το επίμαχο πρόγραμμα της αμερικανικής κυβέρνησης και διευκρινίζει ότι το δικό της Prism απευθύνεται σε πελάτες όπως τράπεζες και hedge funds. Η εταιρεία επανέλαβε τις εν λόγω διαψεύσεις και σε άλλα μέσα. Πηγή: naftemporiki.gr
Ειδικά μετά τη γνωστοποίηση της ταυτότητας του Έντουαρντ Σνόουντεν, πρώην τεχνικού της CIA, ως της «διαρροής» που οδήγησε στις αποκαλύψεις, το ενδιαφέρον για την όλη υπόθεση παραμένει αμείωτο, καθώς το «θρίλερ» αποκτά νέα διάσταση.
Σύμφωνα με τον Guardian, o Σνόουντεν (o οποίος εργάζεται εδώ και τρεις μήνες για την αμερικανική εταιρεία που δραστηριοποιείται στο χώρο της άμυνας, Booz Allen Hamilton) ζήτησε ο ίδιος να δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία του, και έχει καταφύγει σε ξενοδοχείο στο Χονγκ Κονγκ από τις 20 Μαΐου. Ο ίδιος χαρακτήρισε το επίπεδο της παρακολούθησης ως «τρομακτικό», λέγοντας πως ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα ασφαλής, ό,τι προστασία και αν χρησιμοποιήσει.
Όπως επισημαίνει, ο λόγος που προέβη στις αποκαλύψεις είναι το ότι δεν επιθυμεί να ζει σε μία κοινωνία και έναν κόσμο όπου όλα όσα κάνει και λέει καταγράφονται, ενώ φοβάται για «αντίποινα» από πλευράς της κυβέρνησης εναντίον του ίδιου και των γνωστών του. Όσον αφορά το λόγο που επέλεξε το Χονγκ Κονγκ, ο ίδιος λέει πως το έκανε λόγω της «παράδοσής του στην ελεύθερη έκφραση». Αν και υπάρχει συμφωνία μεταξύ του Χονγκ Κονγκ και των ΗΠΑ για θέματα έκδοσης κατηγορουμένων, το Πεκίνο διατηρεί τη δυνατότητα να μπλοκάρει μία έκδοση εάν τίθεται θέμα εθνικής άμυνας ή εξωτερικής πολιτικής. Ο Σνόουντεν έχει εκφράσει ενδιαφέρον να καταφύγει στην Ισλανδία.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, υπερασπίστηκε το πρόγραμμα παρακολούθησης Prism ως κάτι απαραίτητο για την προστασία της χώρας από τρομοκρατικές ενέργειες. «Κανείς δεν παρακολουθεί τα τηλεφωνήματά σας. Δεν είναι αυτός ο σκοπός του προγράμματος», είπε σχετικά, δίνοντας έμφαση στο ότι έχει υπάρξει έγκριση από το Κογκρέσο. Από πλευράς τους, οι εταιρείες του χώρου της τεχνολογίας επιδίδονται σε ένα «αγώνα» ανάκτησης της αξιοπιστίας τους, καθώς γίνονται γνωστές λεπτομέρειες σχετικά με την έκταση της συνεργασίας τους με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.
Παρά τις αρχικές διαψεύσεις (Apple, Facebook, Google), η δημοσιοποίηση νέων εγγράφων δείχνει πως, ακόμη και αν δεν υπήρξε «άμεση πρόσβαση», υπήρξε σίγουρα συνεργασία. Από νομικής πλευράς, οι εταιρείες τεχνολογίας είναι υποχρεωμένες να μοιράζονται πληροφορίες στο πλαίσιο της FISA (Foreign Intelligence Surveillance Act). Αξιοσημείωτες εξαιρέσεις από τη λίστα είναι αυτές του Twitter και του Amazon.
Στο όλο σκάνδαλο φαίνεται να εμπλέκεται και η βρετανική GCHQ, καθώς είναι έντονη πλέον η φημολογία περί συνεργασίας της βρετανικής υπηρεσίας με την NSA στο πλαίσιο του προγράμματος. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Ουίλιαμ Χέιγκ, έχει διαψεύσει τους ισχυρισμούς περί απόπειρας «παράκαμψης» της βρετανικής νομοθεσίας, ωστόσο σε έγγραφα επισημαίνεται πως η GCHQ είχε πρόσβαση στο Prism τουλάχιστον από το Μάιο του 2010.
Ο Χέιγκ δεν διευκρίνισε αν ο ίδιος είχε εγκρίνει την πρόσβαση της GCHQ στο Prism, επιμένοντας ότι είναι «ανοησία» να πιστεύουν ότι υπάρχουν Βρετανοί αναλυτές που «κάθονται και αναζητούν τρόπους παράκαμψης του νόμου μαζί με μία άλλη υπηρεσία σε μία άλλη χώρα». Ωστόσο, δεν έχει υπάρξει απάντηση όσον αφορά το γιατί η GCHQ να χρειάζεται πρόσβαση σε πληροφορίες από το Prism αντί να κινείται βάσει του προβλεπομένου πρωτοκόλλου όσον αφορά την απόκτηση πληροφοριών από εταιρείες του Διαδικτύου που εδρεύουν σε άλλες χώρες.
Όσον αφορά την τεχνολογία που χρησιμοποιείται από το πρόγραμμα, σε δημοσίευμα του Popular Science, που επικαλείται email αναγνώστη στο Talking Points Memo, εφιστάται η προσοχή σε μία εταιρεία της Σίλικον Βάλεϊ ονόματι Palantir Technologies. Η θεωρία περί εμπλοκής της στην υπόθεση κυκλοφόρησε ευρύτατα στο διαδίκτυο, προσελκύοντας την προσοχή και πολλών άλλων ειδησεογραφικών μέσων, όπως το Forbes, το Business Insider και το Tech Crunch.
Το όνομα προέρχεται από τις μαγικές σφαίρες του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», που επέτρεπαν επικοινωνία και παρακολούθηση από απόσταση. Η εταιρεία αυτοπροσδιορίζεται ως κατασκευαστής λογισμικού που επιτρέπει σε οργανισμούς να ʽβγάλουν άκρηʼ με τεράστιους όγκους ανόμοιων δεδομένων. «Λύνουμε τα τεχνικά προβλήματα, ώστε να μπορέσουν να λύσουν τα ανθρώπινα» αναφέρεται σχετικά- προβλήματα όπως η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, της εγκληματικότητας και των απατών.
ΗΠΑ: Παρακολούθηση διαδικτυακών εταιρειών
Η εταιρεία παρέχει «data fusion platforms, εναντίον των δυσκολότερων προβλημάτων που μπορούμε να βρούμε». Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, ιδρύθηκε το 2004 από τους Πίτερ Θίελ, Άλεξ Καρπ και άλλους, με χρηματοδότηση από τη CIA, και συνεργάζεται με τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις και το Πεντάγωνο. Αν και τίποτα δεν έχει επιβεβαιωθεί σχετικά, το outsourcing τέτοιου είδους θα αποτελούσε μία «εξήγηση» όσον αφορά το πώς το κόστος ενός εξαιρετικά σύνθετου προγράμματος όπως το Prism για την αμερικανική κυβέρνηση φαίνεται να ανέρχεται μόνο σε 20.000.000 δολάρια.
Επίσης, η εταιρεία διαθέτει ένα «πακέτο» λογισμικού ονόματι Prism, το οποίο επιτρέπει τη γρήγορη ενσωμάτωση βάσεων δεδομένων στο κεντρικό πρόγραμμα ανάλυσης- μία ιδιότητα που είναι εξαιρετικά χρήσιμη εάν κάποιος αναζητά «μοτίβα» σε μεγάλους όγκους δεδομένων.
Από πλευράς της, η εταιρεία, σε δήλωσή της στους Financial Times, διαψεύδει αυτούς τους ισχυρισμούς, λέγοντας πως η πλατφόρμα Prism που χρησιμοποιεί δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το επίμαχο πρόγραμμα της αμερικανικής κυβέρνησης και διευκρινίζει ότι το δικό της Prism απευθύνεται σε πελάτες όπως τράπεζες και hedge funds. Η εταιρεία επανέλαβε τις εν λόγω διαψεύσεις και σε άλλα μέσα. Πηγή: naftemporiki.gr