Φόβοι, στρες, επιθυμίες κληρονομούνται

Ο φόβος είναι δυνατόν να μεταφερθεί από τους γονείς στα παιδιά και στα εγγόνια, σύμφωνα με Αμερικανούς ερευνητές * «Πειράματα σε ποντίκια έδειξαν ότι ένα τραυματικό γεγονός μπορεί να αφήσει το αποτύπωμά του στο DNA του σπέρματος». Υπάρχει άραγε περίπτωση οι ζωές μας να είναι σελίδες απλωμένες σε ένα αδιόρατο νήμα, κεφάλαια σε ένα βιβλίο χωρίς αρχή, τέλος, που απλά γράφουν οι άλλοι;

Υπάρχει περίπτωση να ζουν ανάμεσά μας «Ντρρρράκουλες» που περιφέρονται μόνοι -δεσμώτες στο άρμα μιας προπατορικής «κατάρας» από την οποία παλεύουν να γλιτώσουν;

Να υπάρχει αυτός ο ένας/η μία που στο άκουσμά του/της, στο κοίταγμά του/της να ενεργοποιούνται συμπαντικές επιθυμίες;

Η αιτία του χάους να είναι μια ανεκπλήρωτη αρμονία που μεταφέρεται εσαεί, το deja vu η ενεργοποίηση μιας άλλης ζωής, τις μνήμες, τους φόβους και τις εμπειρίες της οποίας καλούμαστε να μεταφέρουμε ως άλλοι stalker;

Ο ποιητής αποφάνθηκε. «Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος». Και μετά... ήρθαν οι επιστήμονες, και το απέδειξαν και με επιχειρήματα.

Μια ομάδα Αμερικανών ερευνητών του Τμήματος Ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Εμορι της Ατλάντα, μεταξύ των οποίων ο Κέρι Ρέσλερ και ο Μπράιαν Ντίας, απέδειξαν ότι μια τραυματική εμπειρία μπορεί πράγματι να επηρεάσει το DNA του σπέρματος, να επιφέρει αλλαγές στον εγκέφαλο και να υπαγορεύσει τη συμπεριφορά των απογόνων.

Διαγενεακή επιγενετική κληρονομικότητα: Σύμφωνα με ό,τι είναι γνωστό μέχρι σήμερα, οι γενετικές αλληλουχίες που περιλαμβάνονται στο DNA είναι ο μόνος τρόπος μεταφοράς βιολογικών πληροφοριών στις επόμενες γενιές.

Μια ομάδα ερευνητών ωστόσο υποστηρίζει τη λεγόμενη «διαγενεακή επιγενετική κληρονομικότητα», ότι δηλαδή διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν πιο άμεσα το βιολογικό μηχανισμό μέσω επιγενετικών τροποποιήσεων, ικανών να επιφέρουν αλλαγές στη γονιδιακή έκφραση, όχι όμως και στη γενετική πληροφορία (αλληλουχία των νουκλεοτιδίων).

Ως παράδειγμα αναφέρουν τα παιδιά που οι γονείς τους τα συνέλαβαν την περίοδο του λιμού στην Ολλανδία στον πόλεμο του 1940. Τα παιδιά αυτά παρουσίασαν αυξημένο κίνδυνο διαβήτη και καρδιαγγειακών παθήσεων, πιθανώς λόγω επιγενετικών τροποποιήσεων σε γονίδια που συνδέονται με την εμφάνιση των συγκεκριμένων νόσων.

Παρ' όλο όμως που η συγκεκριμένη μερίδα των επιστημόνων αποδέχεται τις επιγενετικές τροποποιήσεις ως αναπόσπαστο κομμάτι στη διαδικασία της ανάπτυξης, αμφισβητεί την επίδρασή τους στην κληρονομική μεταβίβαση συγκεκριμένων συμπεριφορών.

Ο Κέρι Ρέσλερ και ο Μπράιαν Ντίας αποφάσισαν να πάνε την επιστήμη ένα βήμα πιο πέρα, ερευνώντας το ενδεχόμενο κι αυτή η ίδια η ανθρώπινη συμπεριφορά και το... τραύμα της να μεταβιβάζονται.

Το ενδιαφέρον του Κέρι Ρέσλερ για τη λεγόμενη «διαγενεακή επιγενετική κληρονομικότητα» προέκυψε δουλεύοντας με ομάδες εργασίας σε φτωχές συνοικίες της Τζόρτζια, όπου η χρήση των ναρκωτικών, τα σοβαρά νευροψυχιατρικά προβλήματα και ο αλκοολισμός έμοιαζαν να αποτελούν τον κανόνα.

Η μελέτη του περίπλοκου ανθρώπινου μηχανισμού ήταν ωστόσο από μόνη της εξαιρετικά δύσκολη. Γι' αυτό και ο Ρέσλερ και ο συνεργάτης του Μπράιαν Ντίας δοκίμασαν να παρατηρήσουν τη συμπεριφορά εργαστηριακών ποντικών σε συγκεκριμένα ερεθίσματα.

Οι επιστήμονες «κυκλοφόρησαν» έξω από τα κελιά των ποντικών τη μυρωδιά της ακετυνοφαινόνης, που... θυμίζει κεράσι και αμύγδαλα.

Παράλληλα, κι ενώ η συγκεκριμένη ευωδιά κατέκλυζε το χώρο, οι συγκεκριμένοι ποντικοί υποβάλλονταν σε μικρές δόσεις ηλεκτροσόκ, μια εμπειρία που στη συνέχεια χαράχτηκε τόσο βαθιά στη μνήμη τους, με αποτέλεσμα να τρομάζουν κάθε φορά που βρίσκονταν στο εξής εκτεθειμένοι στην ίδια μυρωδιά.

Ο φόβος τους μεταβιβάστηκε και στους απογόνους τους -μια μόνο εισπνοή ακετυνοφαινόνης αρκούσε για να τους πανικοβάλει- αλλά και στους απογόνους των απογόνων τους.

Οι αντιδράσεις των ποντικών στα συγκεκριμένα ερεθίσματα συνδυάστηκαν με αλλαγές στη λειτουργία του εγκεφάλου. Τα ποντίκια που παρουσίαζαν «δυσανεξία» στην ακετυνοφαινόνη είχαν, με το πέρασμα των γενεών, αναπτύξει ισχυρότερα αισθητήρια όσφρησης ως άμυνα σε ένα φόβο, την αρχή του οποίου αγνοούσαν παντελώς.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Κέρι Ρέσλερ, από εξελικτική σκοπιά, αυτό επιδέχεται τη δική του ερμηνεία: «Η μεταβίβαση πληροφοριών μπορεί να αποτελεί ένα αποτελεσματικό τρόπο για να "πληροφορήσουν" οι γονείς τούς απογόνους τους σχετικά με μια απειλή, που είναι πιθανό να συναντήσουν στο μέλλον», εξηγεί.

Μέρος της επιστημονικής κοινότητας εκτιμά ότι η έρευνα, που δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα στο επιστημονικό περιοδικό «Nature Neuroscience», αναμένεται να ανοίξει νέους δρόμους στη θεραπεία των αυξανόμενων νευροψυχιατρικών διαταραχών (ειδικότερα σε φοβίες, περιπτώσεις μετα-τραυματικού στρες, αγχώδεις διαταραχές), της παχυσαρκίας και του διαβήτη, εντάσσοντας την αντιμετώπισή τους σε ένα ευρύτερο πρίσμα πολυγενεακής αντιμετώπισης. Κάποιοι άλλοι ερευνητές εμφανίζονται επιφυλακτικοί, καθώς ο βιολογικός μηχανισμός δεν έχει αποκωδικοποιηθεί και μάλιστα στο πολύ πιο πολύπλοκο ανθρώπινο είδος.

Οσο όμως οι επιστήμονες ερίζουν για την κληρονομικότητα των φόβων μας, μια ευθεία αντιπαράθεση μαζί τους μοιάζει επιβεβλημένη τόσο για εμάς όσο και για το Σύμπαν.

(Πηγές: Scientific American, Nature Neuroscience, ΑΠΕ, BBC News)
Πηγή: enet.gr