Σπάμε τον κώδικα: Γαιτί μπρυομε να το δαιβάσυομε ατυό

Μπορεί να μην το συνειδητοποιούμε, αλλά ο εγκέφαλός μας αποτελεί έναν τέλειο αποκωδικοποιητή. Παραεδίγματος χράη, δεν έχιε σμηασία με πιοα σιερά εφμανίζοντια τα γράμαμτα σε μαι λξέη, ακρεί να είνια σωτσό το πώρτο και το τελυετιάιο – εμιές θα κατλάβυομε τι εννοιεί!

Παρομο1ως, ο εγκ3φ4λός σας δ1αβά7ει 4υ7όμα7α αυ7ή τη φρ4ση χωρ1ς καν να το σκ3φτ3ί!

Αναγραμματισμοί σαν τους προαναφερθέντες αφθονούν στο Ίντερνετ εδώ και χρόνια. Πώς όμως μπορούμε να τους διαβάζουμε; Και τι σημαίνει αυτό για τον τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου μας;

Συνοπτικά, η απάντηση είναι πως ουδείς γνωρίζει με βεβαιότητα γιατί είμαστε τόσο καλοί στο να διαβάζουμε… ανακατεμένες ανοησίες, κατά την δρα Μάρτα Κιούτας, νευροεπιστήμονα και διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας της Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Σαν Ντιέγκο.

Οι επιστήμονες, όμως, έχουν μερικές ισχυρές υποψίες.

«Έχω την αίσθηση πως έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία το περιεχόμενο», λέει. Και εξηγεί πως χρησιμοποιούμε το περιεχόμενο των φράσεων για να ενεργοποιήσουμε προληπτικά τις περιοχές του εγκεφάλου που αντιδρούν σε ό,τι περιμένουμε στη συνέχεια.

Μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλου έχουν δείξει πως όταν ακούμε έναν ήχο ο οποίος μας προδιαθέτει πως θα ακολουθήσει ένας άλλος ήχος, ο εγκέφαλος αντιδρά σαν να ακούμε ήδη τον δεύτερο ήχο. Παρομοίως, όταν βλέπουμε μια συλλογή γραμμάτων ή λέξεων, ο εγκέφαλος εξάγει συμπεράσματα για το τι θα διαβάσει στη συνέχεια.

Με άλλα λόγια, «το περιεχόμενο μας βοηθεί να αντιλαμβανόμαστε», λέει η δρ Κιούτας.

Το όλο σύστημα ασφαλώς δεν είναι τέλειο. Η δρ Κιούτας εκτιμά πως σε αναγραμματισμούς όπως αυτοί που προαναφέρθηκαν, δεν διαβάζουμε σωστά την κάθε λέξη μόνο με βάση ό,τι είχαμε διαβάσει προηγουμένως και το οποίος μας προϊδέαζε για το τι θα διαβάσουμε στη συνέχεια.

Πιστεύει πως ρόλο έπαιξε και ένας άλλος μηχανισμός: την ώρα που διαβάζαμε, ο εγκέφαλός μας αυτομάτως (και υποσυνείδητα) επέστρεφε στις προηγούμενες λέξεις για να γεμίσει τα κενά βάσει του μεταγενέστερου περιεχομένου – με άλλα λόγια, των λέξεων που έρχονταν αργότερα.

Υπάρχει και ένας τρίτος μηχανισμός: ο εγκέφαλος δεν διαβάζει τα γράμματα ένα-ένα, αλλά όλα μαζί. Συνεπώς, όταν το πρώτο και το τελευταίο γράμμα μιας λέξεως είναι σωστά, διαβάζει σωστά και τα ενδιάμεσα. Ή, όπως το θέτει η δρ Κιούτας, «τα γράμματα παίζουν τον ρόλο του περιεχομένου, το ένα για το άλλο».

Όσον αφορά το δεύτερο παράδειγμα (αυτό με τους αριθμούς που αντικαθιστούν ορισμένα γράμματα), μελέτη του 2007 την οποία πραγματοποίησαν επιστήμονες από την Ισπανία έδειξε ότι τέτοιου είδους αποσπάσματα κειμένων μόλις που ενεργοποιούν τα τμήματα του εγκεφάλου που αντιδρούν στους αριθμούς.

Αυτό σημαίνει πως τα γράμματα και το περιεχόμενό τους ασκούν μεγαλύτερη επιρροή στον εγκέφαλό μας απ’ ό,τι οι αριθμοί – ή πάλι ότι κάποιος μυστηριώδης μηχανισμός ομαλοποιεί ό,τι βλέπουν τα μάτια μας, επιτρέποντάς μας να αγνοούμε τους παράταιρους αριθμούς και έτσι να διαβάζουμε με ευκολία το ανάμικτο κείμενο. Πηγή: otherside.gr